δικογράφος

δικογράφος
δικογράφος, ο (Α)
αυτός που συντάσσει δικανικούς λόγους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < δίκη + -γράφος*].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • δικογράφος — composer of forensic speeches masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δικογράφων — δικογράφος composer of forensic speeches masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • -γραφος — β συνθετικό μεγάλου αριθμού συνθέτων τής αρχαίας, μεσαιωνικής και νέας Ελληνικής, το οποίο προήλθε είτε από το ουσ. γραφή* είτε απευθείας από το ρ. γράφω*. Από τα σύνθετα αυτά, 250 περίπου είναι της αρχαίας γλώσσας, από τα οποία κανένα δεν απαντά …   Dictionary of Greek

  • δίκη — Με τον όρο δ. υποδηλώνεται το σύνολο των πράξεων οι οποίες αποτελούν την ιδιαίτερη εκείνη νομική σχέση που ονομάζεται δικονομική σχέση και αναπτύσσεται μεταξύ των ενδιαφερομένων μερών και των δικαστικών οργάνων του κράτους προς τον σκοπό της… …   Dictionary of Greek

  • δικογραφία — η (Α δικογραφία) [δικογράφος] νεοελλ. το σύνολο τών επίσημων εγγράφων δικαστικής υποθέσεως αρχ. σύνταξη δικαστικών λόγων …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”